- ἁλι-πλήξ
ἁλι-πλήξ, ῆγος, meergeschlagen, Call. Del. 11; πέτρα Flacc. 4 (VI, 193).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-πλήξ, ῆγος, meergeschlagen, Call. Del. 11; πέτρα Flacc. 4 (VI, 193).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοπλήξ — ἡλιοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) ο Ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πληξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αλι πλήξ, αστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
κεραυνοπλήξ — κεραυνοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. αλι πλήξ, βου πλήξ] … Dictionary of Greek
ημιπλήξ — ἡμιπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) (κυρίως για δέντρο) αυτός που έχει πληγεί ή πληγωθεί κατά το ήμισυ, ο μισοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πληξ (< πλήσσω), πρβλ. αλι πλήξ] … Dictionary of Greek
οξυπλήξ — ὀξυπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που επιφέρει οξύ, ισχυρό πλήγμα, ο πολύ έντονος («ὀξυπλῆγας γόους», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πλήξ, πληγός (< πλήττω), πρβλ. αλι πλήξ] … Dictionary of Greek
λινόπληκτος — και λινόπληγος, ον και λινοπλήξ, ῆγος, ό, ἡ (Α) (κυρίως για ζώα που πιάστηκαν σε παγίδα και διέφυγαν) αυτός που φοβάται, που αποφεύγει τα δίχτια ή τις παγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. αλί πληκτος, θαλασσό πληκτος. Ο τ.… … Dictionary of Greek
αλιπλήξ — ἁλιπλήξ ( ῆγος), ο, η (Α) ο ἁλίπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πληξ < πλήσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek