ὁλότης

ὁλότης

ὁλότης, ητος, ἡ, die Ganzheit, Gesammtheit, Arist. metaphys. 4 g. E. u. Sp., wie S. Emp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁλότης — wholeness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτήτων — ὁλότης wholeness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλότησι — ὁλότης wholeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλότησιν — ὁλότης wholeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλότητα — ὁλότης wholeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλότητας — ὁλότης wholeness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλότητες — ὁλότης wholeness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλότητι — ὁλότης wholeness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλότητος — ὁλότης wholeness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολότητα — η (ΑΜ ὁλότης, ητος) 1. το σύνολο, το όλον («η ολότητα τών εργαζομένων») 2. η ιδιότητα τού όλου ή η αφηρημένη έννοιά του («ὡς οὔσης τῆς ὁλότητος ἑνότητός τινος», Αριστοτ.) νεοελλ. (φιλοσ.) η ιδιότητα τών πραγμάτων ή συστημάτων που αποτελούνται από …   Dictionary of Greek

  • όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”