ὁλόστεον

ὁλόστεον

ὁλόστεον, τό, eine Pflanze, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁλόστεον — all bone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολόστεο(ν) — το (Α ὁλόστεον) νεοελλ. βοτ. είδος μικρού ποώδους φυτού αρχ. είδος βοτάνης με φύλλα παραπλήσια τού φυτού άγρωστις και με ρίζα λεπτή σαν τρίχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ὀστέον / ὀστοῦν. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”