ἁλωνεύομαι

ἁλωνεύομαι

ἁλωνεύομαι, dreschen auf der Tenne, App. Maced. 9, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλωνεύομαι — ἁλωνεύομαι (AM) (Ν και αλωνεύω) εργάζομαι στο αλώνι νεοελλ. αλωνίζω, περιστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. ἁλω ν επυξημένη μορφή τής ρίζας που απαντά και στο ουσ. ἅλως, ο*] …   Dictionary of Greek

  • ἁλωνευόμενος — ἁλωνεύομαι work on a threshing floor pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλωνεύω — ἁλωνεύω βλ. αλωνεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἁλωνεύομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνειά, αλώνεμα, αλωνευτής] …   Dictionary of Greek

  • άλως — Οπτικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν υπάρχουν σχηματισμοί ψηλών νεφών (θύσανοι ή θυσανοστρώματα) σε ουρανό φωτισμένο από τον Ήλιο ή τη Σελήνη. Ά., με τη στενή σημασία, και αντίστοιχα συνήθης και μεγάλη ά., λέγονται δύο φωτεινοί κύκλοι,… …   Dictionary of Greek

  • αλωνίζω — (Μ ἁλωνίζω) αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους νεοελλ. 1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια 2. χτυπώ, δέρνω 3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα 4. κάνω άνω κάτω, ενοχλώ 5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 6.… …   Dictionary of Greek

  • alună — ALÚNĂ, alune, s.f. Fructul alunului, de formă sferică sau ovoidală, cu un mic cioc, având la bază un înveliş verde în formă de degetar. ♢ Alună de pământ (sau americană) = plantă anuală din familia leguminoaselor, originară din America de Sud, cu …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”