- ἁλυκή
ἁλυκή, ἡ, das Meer, LXX., eigtl. fem. von -κός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλυκή, ἡ, das Meer, LXX., eigtl. fem. von -κός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλύκη — ἀλύκη , ἀλύκη fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱λύκη , ἀλύζω socket for plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱λύκη , ἀλύζω socket for plup ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱λύκη , ἀλύζω socket for plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱λύκη , ἀλύζω socket for plup ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλυκή — Βλ. λ. αλάτι. * * * η ειδική αβαθής δεξαμενή, μέσα στην οποία πραγματοποιείται η ηλιακή εξάτμιση τού θαλασσινού νερού για την παραγωγή αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἁλυκός*. Η σημερινή σημασία της λ. είναι νεώτερη και πιθ. προέρχεται από τη… … Dictionary of Greek
αλύκη — Βλ. λ. αλάτι. * * * ἀλύκη, η (Α) [ἀλύω] ο αλυσμός* … Dictionary of Greek
αλυκή — η έκταση στην παραλία κατάλληλα διασκευασμένη στην οποία, με εξάτμιση του θαλασσινού νερού, φτιάχνεται αλάτι: Στη χώρα μας έχουμε αρκετές αλυκές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁλυκῇ — ἁλυκός salt fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκή — ἁλυκός salt fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύκην — ἀλύκη fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱λύκην , ἀλύζω socket for plup ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύκης — ἀλύκη fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱λύκης , ἀλύζω socket for plup ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Moudros — Stadtgemeinde Moudros (1997–2010) Δήμος Μούδρου (Μούδρος) … Deutsch Wikipedia
Mudros — Gemeinde Moudros Δήμος Μούδρου (Μούδρος) DEC … Deutsch Wikipedia