- ἁλυκότης
ἁλυκότης, ητος, ἡ, Salzigkeit, Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλυκότης, ητος, ἡ, Salzigkeit, Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλυκότης — ἁλυκότης ( ητος), η (Α) [ἁλυκός] αλμυρότητα, αρμυράδα … Dictionary of Greek
ἁλυκότης — saltness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκότητα — ἁλυκότης saltness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκότητας — ἁλυκότης saltness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκότητες — ἁλυκότης saltness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκότητος — ἁλυκότης saltness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλικότης — ἁλικότης (Α) βλ. αλυκότης … Dictionary of Greek
αλυκός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Σκίρωνα, που πήρε μέρος στην εκστρατεία των Διόσκουρων εναντίον της Άφιδνας για την απελευθέρωση της αδελφής τους Ελένης. Σκοτώθηκε και ενταφιάστηκε στα Μέγαρα. II Αρχαία πόλη της Ερμιονίδος. Παλαιότερα τη… … Dictionary of Greek