ἁν-ίσχιος

ἁν-ίσχιος

ἁν-ίσχιος (ἰσχίον) ohne fleischige Hüften, Arist. H. A. 2, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανίσχιος — ἀνίσχιος, ον (Α) (για πουλιά) αυτός που έχει άσαρκα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ισχιος < ισχίον «η κοιλότητα που υποδέχεται την κεφαλή του μηρού, η κοτύλη»] …   Dictionary of Greek

  • ψακαδίσχιος — ον, Α (για άλογο) αυτός που έχει τα ισχία του γεμάτα σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψακάς, άδος + ἰσχίον (πρβλ. λιπαρ ίσχιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”