- ἁμάξιον
ἁμάξιον, τό, Arist. mot. an. 7, 7; Diog. L. 4, 3, =
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμάξιον, τό, Arist. mot. an. 7, 7; Diog. L. 4, 3, =
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμάξιον — ἁμάξιον, το (Α) βλ. αμάξι … Dictionary of Greek
ἁμάξιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θἀμάξιον — ἁμάξιον , ἁμάξιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξίοις — ἁμάξιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξίου — ἁμάξιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξίων — ἁμάξιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάξια — ἁμάξιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάξι — το (Α ἁμάξιον) 1. μικρή άμαξα, αμαξάκι ή απλώς άμαξα 2. νεοελλ. αυτοκίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμάξιον*, υποκορ. της λ. ἅμαξα. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαξόδρομος] … Dictionary of Greek
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek