ὁμάρτω

ὁμάρτω

(ὁμάρτω, = ὁμαρτέω, nur im aor.), ὅμαρτεν ἐν εἰλαπίνῃσιν, epulis prosequebatur, Orph. Arg. 513.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομαρτώ — ὁμαρτῶ, έω (Α) (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ ἄμφω», Ομ. Οδ.) 2. συνοδεύω, συμπορεύομαι, συμβαδίζω («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», Ομ. Ιλ.) 3. επιτίθεμαι μαζί με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • ὁμαρτῶ — ὁμαρτέω act together pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὁμαρτέω act together pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ομάριος — Ὁμάριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος… …   Dictionary of Greek

  • υμαρτώ — έω, Α ὁμαρτῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὁμαρτῶ*] …   Dictionary of Greek

  • αμαρτή — ἁμαρτῇ και ἁμαρτῆ ή ἁμαρτῆ επίρρ. (Α) τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης τού επιθ. *ἅμαρτος με επιρρηματική χρήση. Με το επίθ. *ἅμαρτος συνδέεται επίσης και ο ρηματ. τ. ἀμαρτῶ. Η λ. άμαρτος θεωρείται σύνθετη… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτώ — ἁμαρτῶ ( έω) (Α) [ἁμαρτῇ] αντί τού ὁμαρτῶ* …   Dictionary of Greek

  • εφομαρτώ — ἐφομαρτῶ, έω (ΑΜ) ακολουθώ κατά βήμα, πηγαίνω από πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁμαρτῶ «ακολουθῶ»] …   Dictionary of Greek

  • ομαρτή — ὁμαρτῇ και ὁμάρτηι και ὁμαρτή (ΑΜ) επίρρ. συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ομαρτώ] …   Dictionary of Greek

  • ομηρητήρες — ὁμηρητῆρες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀκόλουθοι, συνήγοροι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. ὁμηρητῆρες έχει διορθωθεί σε ὁμαρτητῆρες (πρβλ. ρ. ομαρτώ)] …   Dictionary of Greek

  • ομός — ὁμός, ή, όν (Α) 1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ ὀιζύν» περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» γίνομαι κοινός, ενώνομαι β) «καθ ὁμά» ομοίως. επίρρ... ὁμῶς (Α) 1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως 2. σε ίσα μέρη.… …   Dictionary of Greek

  • παρομαρτώ — Α συμπαρομαρτώ, ακολουθώ, παρακολουθώ, συνοδεύω («ἡ γοητεία προηγεῑται καὶ ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῑ», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὁμαρτῶ «παρακολουθώ, συνοδεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”