- ὁμο-νήδυος
ὁμο-νήδυος, = ὁμ ογάστωρ, Suid., der ἀδελφὸς γνήσιος erkl.; im E. M. 629, 30 ὁμονηδύϊος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-νήδυος, = ὁμ ογάστωρ, Suid., der ἀδελφὸς γνήσιος erkl.; im E. M. 629, 30 ὁμονηδύϊος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.