- προς-παστικός
προς-παστικός, ή, όν, darauf streuend, Arist. (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-παστικός, ή, όν, darauf streuend, Arist. (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παστικός — ή, ό [παστός (Ι)] ο σχετικός με τον παστό («παστικά τραγούδια» δίστιχα ευχετικά και επαινετικά τραγούδια που λέγονται σε ορισμένα μέρη προς τιμήν τών νεονύμφων ή πριν από τη στέψη … Dictionary of Greek