ὁμο-λογία

ὁμο-λογία

ὁμο-λογία, , die Uebereinstimmung, συμφωνία δὲ ὁμολογία τις, Plat. Conv. 187 b; Uebereinkunft, bes. im Disputiren, wenn der Eine dem Andern Etwas als richtig zugiebt, das Zugeständniß, Gorg. 461 c Charm. 175 c; ἡ πρὸς Σωκράτη ὁμολογία, Phil. 12 a; neben ξυνϑήκη, Crat. 384 d; παρὰ τὰς συνϑήκας τε καὶ ὁμολογίας, Crit. 52 d, vgl. 54 c; – im Kriege, Ergebung an den Feind auf gewisse Bedingungen, Capitulation, ἐς ὁμολογίην προςεχώρησαν, Her. 7, 156, λόγους προςφέρειν περὶ ὁμολογίης, 8, 52, öfter; βουλόμενοι ὁμολογίᾳ τινὶ ἐπιεικεῖ αποπέμψασϑαι τὰς ναῦς, unter billiger Bedingung, Thuc. 3, 4; καὶ χρόνῳ ξυνέβησαν καϑ' ὁμολογίαν, 1, 98; ὁμολογίαν ποιεῖσϑαι, 4, 65; Sp., ὁμολογία τίς ἐστι πᾶσι πρὸς ἅπαντας, Luc. Paras. 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύλογος — η, ο, ΝΜΑ 1. πολυλογάς, φλύαρος 2. αυτός που λέγεται με πολλά λόγια. επίρρ... πολυλόγως Α με πολλά λόγια, με πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λογος* (< λέγω), πρβλ. ομό λογος, φιλό λογος] …   Dictionary of Greek

  • χαριτογλωσσώ — χαριτογλωσσῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. χαριτογλωττῶ Α λέω γλυκά λόγια, μιλώ κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + γλωσσῶ (< γλωσσος < γλῶσσα), πρβλ. ὁμο γλωσσῶ / γλωττῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”