- ὁμο-λογητής
ὁμο-λογητής, der Zugestehende, auch der Etwas verspricht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-λογητής, der Zugestehende, auch der Etwas verspricht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωρολογητής — ὁ, Α 1. αγορητής αμειβόμενος με την ώρα 2. προσωνυμία τού Προδίκου, επειδή συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο Ὧραι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + λογητής (< λογῶ), πρβλ. ὁμο λογητής] … Dictionary of Greek