ὁμο-ούσιος

ὁμο-ούσιος

ὁμο-ούσιος, von derselben Natur, demselben Wesen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαζούσιος — μαζούσιος, ία, ον (Α) αυτός που έχει σχήμα μαστού («μαζουσία ακτή», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαζός «μαστός» + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. ομο ούσιος] …   Dictionary of Greek

  • μονοούσιος — μονοούσιος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει μόνο μία ουσία, απλός 2. μοναδικός στο είδος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ούσιος (< ουσία), πρβλ. ομο ούσιος] …   Dictionary of Greek

  • ομοιούσιος — α, ο (Α ὁμοιούσιος και ὁμοιοούσιος, ον) 1. αυτός που έχει όμοια, αλλά όχι την ίδια ουσία με κάποιον άλλο, και δεν είναι εντελώς ίδιος 2. εκκλ. θεολογικός όρος τής αίρεσης τής Νικομηδείας, κατά τη διδασκαλία τής οποίας ο Χριστός είναι ως προς όλα… …   Dictionary of Greek

  • πολυούσιος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που έχει μεγάλη περιουσιακή αξία·]| αρχ. ουσιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. ομο ούσιος] …   Dictionary of Greek

  • συνούσιος — ον, Α αυτός που έχει την ίδια ουσία με κάποιον άλλον («υἱὸς ὁμοούσιος τῷ πατρί, οὐ συνούσιος, ἀλλ ὁμοούσιος», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ουσιος (< οὐσία), πρβλ. ὁμο ούσιος] …   Dictionary of Greek

  • ταυτούσιος — και ασυναίρ. τ. ταὐτοούσιος, ον, ΜΑ ομοούσιος, αυτός που είναι τής ίδιας ουσίας με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. ὁμο ούσιος] …   Dictionary of Greek

  • πανούσιος — ον, Α αυτός που αποτελεί καθολική ουσία, την ουσία τού παντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οὐσία (πρβλ. ομο ούσιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”