ὁμο-εθνής

ὁμο-εθνής

ὁμο-εθνής, ές, von gleichem Volke seiend; Her. 1, 91; Pol. 30, 6, 7; οὐχ οἷον ὁμοεϑνέσιν, ἀλλ' οὐδ' ὁμοφύλοις χρησάμενος στρατοπέδοις, 11, 19, 3; πρὸς ἄλληλα, Arist. eth. 8, 1; D. Sic. 1, 68; Luc. Alex. 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • πολυεθνής — ές, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά έθνη («πολυέθνεα λαόν», Οινόμ.) 2. (κατ επέκτ.) πολυπληθής, πολυάριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + εθνής (< ἔθνος), πρβλ. ομο εθνής] …   Dictionary of Greek

  • ταυτοεθνής — ές, Α αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος με κάποιον άλλον, ομοεθνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + εθνής (< ἔθνος), πρβλ. ὁμο εθνής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”