- ὁμο-κλητήρ
ὁμο-κλητήρ (ὁμοκλέω), ῆρος, ὁ, der Zurufende, Antreibende, Il. 12, 273. 23, 452.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-κλητήρ (ὁμοκλέω), ῆρος, ὁ, der Zurufende, Antreibende, Il. 12, 273. 23, 452.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοκλής — ὁμοκλής, ὁ (ΑΜ) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με έναν άλλο, ομώνυμος, ομόκλητος* («Θεόδωρος σὺν τοῑς ὁμοκλεέσιν», Θεόδ. Στουδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + καλῶ (πρβλ. ομό κλητος, ομο κλητήρ)] … Dictionary of Greek