- ὁμοιο-μερής
ὁμοιο-μερής, ές, aus einander ähnlichen Theilen bestehend, Arist. physic. 1, 4 H. A. 1, 1 u. öfter, wie Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοιο-μερής, ές, aus einander ähnlichen Theilen bestehend, Arist. physic. 1, 4 H. A. 1, 1 u. öfter, wie Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολομερής — ές (Α ὁλομερής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει όλα τα μέρη του, πλήρης, ακέραιος, άρτιος αρχ. αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη. επίρρ... ολομερώς (Α ὁλομερῶς) καθ ολοκληρίαν, εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μερής (< μέρος), πρβλ.… … Dictionary of Greek