- ὁμοιο-κατά-ληκτος
ὁμοιο-κατά-ληκτος, von ähnlicher Endung, Gramm. u. Schol., z. B. zu Il. 11, 474.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοιο-κατά-ληκτος, von ähnlicher Endung, Gramm. u. Schol., z. B. zu Il. 11, 474.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατάληκτος — εὐκατάληκτος, ον (Μ) αυτός που έχει καλή κατάληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ληκτος (< καταλήγω), πρβλ. α κατά ληκτος, ομοιο κατά ληκτος] … Dictionary of Greek