- ὁμοιο-τέλευτος
ὁμοιο-τέλευτος, mit ähnlicher, gleicher Endung; διάνοια, S. Emp. adv. rhet. 57; τὸ ὁμοιοτέλευτον, der gleiche Ausgang zweier oder mehrerer Verse od. Sätze, unserm Reime entsprechend, Gramm. u. Rhett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοιο-τέλευτος, mit ähnlicher, gleicher Endung; διάνοια, S. Emp. adv. rhet. 57; τὸ ὁμοιοτέλευτον, der gleiche Ausgang zweier oder mehrerer Verse od. Sätze, unserm Reime entsprechend, Gramm. u. Rhett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοτέλευτον — ἰσοτέλευτον, τὸ (Α) η κατάληξη στο ίδιο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τελευτον (< τελευτή), πρβλ. α τέλευτος, ομοιο τέλευτος] … Dictionary of Greek
οξυτέλευτος — ὀξυτέλευτος, ον (Α) αυτός που τελειώνει σε οξύ ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τέλευτος (< τελευτή), πρβλ. ομοιο τέλευτος] … Dictionary of Greek