- ὁμοιο-πάθεια
ὁμοιο-πάθεια, ἡ, ähnliches Verhalten, ähnlicher Zustand, ähnliche Empfänglichkeit für gewisse Eindrücke; Strab. 1, 1, 9 Plut. adv. Col. 17 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοιο-πάθεια, ἡ, ähnliches Verhalten, ähnlicher Zustand, ähnliche Empfänglichkeit für gewisse Eindrücke; Strab. 1, 1, 9 Plut. adv. Col. 17 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυτοπάθεια — η / ταὐτοπάθεια, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. το να υφίσταται κανείς τα ίδια παθήματα με κάποιον άλλον μσν. αρχ. η επιβολή σε κάποιον ποινής η οποία επρόκειτο να επιβληθεί σε άλλον έπειτα από συκοφαντία τού πρώτου, το να τιμωρείται κανείς με την ποινή που θα … Dictionary of Greek