ὁμοιο-παθής

ὁμοιο-παθής

ὁμοιο-παθής, ές, ähnliche Empfindungen habend, sich in einem ähnlichen Zustande befindend, ähnlich; ὁμοιοπαϑὲς πᾶν γιγνόμενον, Plat. Tim. 45 c; παραδείγματα ὁμοιοπαϑῆ τοῖς πονηροῖς, Rep. III, 409 b; Theophr. u. Folgde, wie Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαοπαθής — λαοπαθής, ές (Α) φρ. «λαοπαθή τε σεβίζων» με σεβασμό στα παθήματα τού λαού (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. τού πάσχω), πρβλ. μετριο παθής, ομοιο παθής] …   Dictionary of Greek

  • μελεοπαθής — μελεοπαθής, ές (Α) 1. αυτός που έχει πολλές ατυχίες 2. συνεκδ. αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται είναι δυστυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιο παθής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοπαθής — ές (Μ ὀλιγοπαθής, ές) (για πτωτικό) αυτός που συναιρείται μόνο σε μερικές πτώσεις, σε αντιδιαστολή προς το ολοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον αόρ. β τού πάσχω), πρβλ. ομοιο παθής] …   Dictionary of Greek

  • οξυπαθής — ὀξυπαθής, ές (Α) ο περιπαθής. επίρρ... ὀξυπαθῶς (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «λίαν περιπαθῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. β τού πάσχω), πρβλ. ομοιο παθής] …   Dictionary of Greek

  • πολυπαθής — ές, ΝΜΑ ο πολύπαθος, αυτός που έχει πολλά βάσανα μσν. αρχ. ο επιρρεπής σε πολλά πάθη («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.) αρχ. 1. αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων 2. (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές 3. (για τύραννο)… …   Dictionary of Greek

  • πραϋπαθής — ές, Α αυτός που έχει ήπιο χαρακτήρα, πράος, ήμερος. επίρρ... πραϋπαθῶς κατά τρόπο πραϋπαθή, ήπια, ήμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού πρᾶος + παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. ομοιο παθής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπαθής — ές, ΝΜ, και πρωτόπαθος, η, ο, Ν αυτός που πρώτος ή για πρώτη φορά παθαίνει, υφίσταται ή αισθάνεται κάτι νεοελλ. ιατρ. (για νόσο, σύμπτωμα ή ανωμαλία) αυτός που αποτελεί την πρώτη, αρχική, άμεση παθολογική εκδήλωση και όχι συνέχεια ή συνέπεια… …   Dictionary of Greek

  • ταυτοπαθής — ές / ταὐτοπαθής, ές, ΝΜ αυτός που υπόκειται στην ίδια τύχη, που υφίσταται τα ίδια παθήματα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιο παθής] …   Dictionary of Greek

  • ταχυπαθής — ές, Μ αυτός που προσβάλλεται γρήγορα από κάτι («τὸν ταχυπαθῆ χυμόν, ὀξὺν καλέσῃ χυμόν», Χοιροβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + παθής (< πάθος), πρβλ. ὁμοιο παθής] …   Dictionary of Greek

  • κοινοπαθής — κοινοπαθής, ές (AM) αυτός που συμπάσχει, συμπονετικός. επίρρ... κοινοπαθῶς και έως (Α) (για τον Ιησού Χριστό) με τρόπο όμοιο με το κοινό πάθος, όπως πάσχουν οι άνθρωποι («κοινοπαθέως κοιμηθέντα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + παθής (< πάθος, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ισοπαθώς — ἰσοπαθῶς (Μ) επίρρ. με ίσο πάθος, ομοιοπαθώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παθῶς < παθής < θ. παθ. (πρβλ. ἔ παθ ον τοὺ πάσχω*), πρβλ. ομοιο παθώς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”