- ὁμοιό-θριξ
ὁμοιό-θριξ, τριχος, mit ähnlichen Haaren, E. M. 637, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοιό-θριξ, τριχος, mit ähnlichen Haaren, E. M. 637, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιννινόθριξ — τριχος, ὁ, Μ φρ. «πιννινόθριξ μαλλός» έριο, μαλλί, όμοιο προς τις επιμήκεις, μεταξοειδείς ίνες τής πίννας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek