ὁμοιό-μορφος

ὁμοιό-μορφος

ὁμοιό-μορφος, von ähnlicher Gestalt, D. L. 10, 49.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζητόμορφος — ο (Α ζητόμορφος) σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα Ζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτα (Ζ) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] …   Dictionary of Greek

  • ηερόμορφος — ἠερόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοακτινόμορφος — ἡλιοακτινόμορφος, ον (AM) αυτός που έχει τη μορφή τών ακτινών τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ακτίς, ίνος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • ηλιόμορφος — και λιόμορφος, η, ο (AM ἡλιόμορφος, ον) αυτός που έχει το σχήμα τού ήλιου νεοελλ. μσν. ωραίος σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] …   Dictionary of Greek

  • ητόμορφος — ο σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα Η. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτα + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • θεατρόμορφος — θεατρόμορφος, ον (Α) θεατροειδής, αυτός που έχει σχήμα θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] …   Dictionary of Greek

  • θηλυκόμορφος — θηλυκόμορφος, ον (Α) ο θηλύμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκός + μορφος (< μορφή), πρβλ. αλλό μορφος, ομοιό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • θυσανόμορφος — η, ο (ηλεκτρ.) με μορφή θυσάνων («θυσανόμορφη εκκένωση» ηλεκτρική εκκένωση που εκπέμπεται με μορφή φωτεινών θυσάνων). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλόμορφος] …   Dictionary of Greek

  • πεντάμορφος — η, ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα νεοελλ. 1. πολύ όμορφος, πανέμορφος 2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη (λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών… …   Dictionary of Greek

  • σαπρόμορφος — ον, Μ αυτός που έχει αποκρουστική μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • υγρόμορφος — η, ο / ὑγρόμορφος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει υγρή μορφή μσν. αρχ. αυτός που έχει μαλακή, τρυφερή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”