- ὁμοιό-σημος
ὁμοιό-σημος, dasselbe bezeichnend, von ähnlicher Bedeutung, Gramm., wie E. M. 48, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοιό-σημος, dasselbe bezeichnend, von ähnlicher Bedeutung, Gramm., wie E. M. 48, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόσημος — η, ο (Α κακόσημος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή σημασία αρχ. αυτός που προαναγγέλλει κακά, ο δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σημος (< σῆμα), πρβλ. διό σημος, ομοιό σημος. Με τη νεοελλ. σημ. η λ. αποτελεί απόδοση τού ξεν. pejorative… … Dictionary of Greek