- ὁμοιό-σχημος
ὁμοιό-σχημος, = ὁμοιοσχήμων, Sp., wie Apoll. de pron. 347 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοιό-σχημος, = ὁμοιοσχήμων, Sp., wie Apoll. de pron. 347 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωδωνόσχημος — η, ο αυτός που έχει σχήμα όμοιο μ εκείνο τού κώδωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + σχημος (< σχήμα), πρβλ. παπυρό σχημος, πεταλό σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek