- ὁμοιό-πτερος
ὁμοιό-πτερος, mit ähnlichen Federn, Arist. H. A. 1, 1, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοιό-πτερος, mit ähnlichen Federn, Arist. H. A. 1, 1, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοιόπτερος — ὁμοιόπτερος, ον (Α) (για πτηνά) αυτός που έχει όμοιο πτέρωμα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. μονό πτερος] … Dictionary of Greek