ὁμοιωματικός

ὁμοιωματικός

ὁμοιωματικός, zum Aehnlichmachen, zur Abbildung gehörig, Gramm.; auch adv., wie Schol. Il. 5, 638 und zu Opp. Hal. 2, 113.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομοιωματικός — ή, ό (ΑΜ ὁμοιωματικός, ή, όν) [ομοίωμα] γραμμ. (για αντωνυμία ή σύνδεσμο) αυτός που δηλώνει ομοιότητα προς κάτι («η λέξη όπως είναι ομοιωματικός σύνδεσμος») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομοιωματικά σημεία γραφής (»)τα οποία τίθενται κάτω… …   Dictionary of Greek

  • ομοιωματικός — ή, ό 1. αυτός που δηλώνει ή εκφράζει ομοιότητα προς κάποιον άλλο. 2. (γραμμ.), ομοιωματικά, τα σημάδια που δείχνουν επανάληψη της ίδιας λέξης ή του ίδιου αριθμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμοιωματικόν — ὁμοιωματικός denoting resemblance masc acc sg ὁμοιωματικός denoting resemblance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωματικαί — ὁμοιωματικός denoting resemblance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωματικοῦ — ὁμοιωματικός denoting resemblance masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωματική — ὁμοιωματικός denoting resemblance fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωματικήν — ὁμοιωματικός denoting resemblance fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωματικῶς — ὁμοιωματικός denoting resemblance adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωματικῷ — ὁμοιωματικός denoting resemblance masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”