- ὁμο-ζυγία
ὁμο-ζυγία, ἡ, das Zusammengejochtsein mit einem Andern, die Verbindung, D. Hal. de vi Dem. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-ζυγία, ἡ, das Zusammengejochtsein mit einem Andern, die Verbindung, D. Hal. de vi Dem. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγιοζυγία — ἡ, Α ορθός συνδυασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + ζυγία (< ζυγος < ζυγός), πρβλ. ομο ζυγία] … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek