ὁμο-ερκής

ὁμο-ερκής

ὁμο-ερκής, ές, in demselben Gehäge, Gehöfte, Sol. bei Poll. 6, 156, der das Wort tadelt. – B. A. 286 sind ὁμοερκεῖς κίονες erkl. οἱ τῶν μετάλλων κίονες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευερκής — εὐερκής, ές (Α) 1. ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. ασφαλής («θύρες δ εὐερκέες εἰσίν», Ομ. Οδ.) 3. (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, χωρίς δυνατότητα διαφυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”