- περι-μαρμαίρω
περι-μαρμαίρω, rings umher funkeln, Qu. Sm. 5, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-μαρμαίρω, rings umher funkeln, Qu. Sm. 5, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιμαρμαίρεσκε — περί μαρμαίρω flash imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμαρμαίρω — Α ακτινοβολώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαρμαίρω «λάμπω, ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek
πυριμάρμαρος — ον, Α αυτός που σπινθηροβολεί όπως η φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + μάρμαρος (< μαρμαίρω «λάμπω»), πρβλ. περι μάρμαρος] … Dictionary of Greek