- ὁμο-φράδμων
ὁμο-φράδμων, ον, = Vorigem, p. bei Plat. Ep. I, 310 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-φράδμων, ον, = Vorigem, p. bei Plat. Ep. I, 310 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοφράδμων — θεοφράδμων, ον (Α) αυτός που μιλά θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φράδμων (< φράζω), πρβλ. ομο φράδμων, συμ φράδμων] … Dictionary of Greek
πολυφράδμων — Τραγικός ποιητής, γιος του ποιητή Φρύνιχου, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Είχε πάρει μέρος σε διαγωνισμό μαζί με τον Αισχύλο και ήρθε τρίτος με το έργο του Λυκουργεία. * * * ον, Α πολυφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (<… … Dictionary of Greek