- περι-δραμεῖν
περι-δραμεῖν, aor. zu περιτρέχω. Il. 22, 369.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-δραμεῖν, aor. zu περιτρέχω. Il. 22, 369.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιδρομή — η, ΝΜΑ το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν. β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.) (μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες» … Dictionary of Greek
προσδρομή — ἡ, Α 1. (ως στρατιωτικός ελιγμός) έφοδος («προσδρομὴ πεζῶν», επιγρ.) 2. αιφνιδιαστική επίθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δρομή (< δρομ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δρεμ , τής οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα εμφανίζει το απρμφ. αορ. τού τρέχω:… … Dictionary of Greek