- ὁμο-τάλαντος
ὁμο-τάλαντος, Erkl. der Gramm. von ἀτάλαντος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-τάλαντος, Erkl. der Gramm. von ἀτάλαντος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοτάλαντος — η, ο (Μ ἰσοτάλαντος, ον) ισόζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τάλαντος (< τάλαντον «ζυγός»), πρβλ. βαρυ τάλαντος, ομο τάλαντος] … Dictionary of Greek