- ὁμο-ταγής
ὁμο-ταγής, ές, gleichgeordnet, Sp., wie Nicom. arith. 1, 19; auch im adv. – Bei den Gramm. gleichconstruirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-ταγής, ές, gleichgeordnet, Sp., wie Nicom. arith. 1, 19; auch im adv. – Bei den Gramm. gleichconstruirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτοταγής — ές, ΝΑ νεοελλ. 1. χημ. (για κορεσμένο άτομο άνθρακα ή αζώτου) αυτός που είναι ενωμένος με δύο άτομα υδρογόνου 2. φρ. «πρωτοταγής δομή» (βιοχ.) η αμινοξική ακολουθία τών πεπτιδικών αλυσίδων αρχ. ο παραταγμένος στην πρώτη τάξη. επίρρ... πρωτοταγῶς… … Dictionary of Greek