ὁμο-τράπεζος

ὁμο-τράπεζος

ὁμο-τράπεζος, an demselben Tische, Tischgenosse, τινί, Her. 3, 132. 9, 16; καὶ συνέστιος, Plat. Euthyphr. 4 b; Din. 1, 24; Xen. An. 3, 2, 4; bei den Persern die Angesehenen, welche das Gefolge des Königs bilden, οἱ ὁμ. καλούμενοι, 1, 8, 25 Cyr. 7, 1, 30, weil sie gew. mit dem Könige aßen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευτράπεζος — εὐτράπεζος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει καλό τραπέζι, που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο φιλόξενος αρχ. 1. αβροδίαιτος, μαλθακός 2. αυτός που συντελεί στην προμήθεια πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», Πλούτ.).… …   Dictionary of Greek

  • θεοτράπεζος — θεοτράπεζος, ον (Μ) αυτός που ανήκει στο τραπέζι τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τραπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλι τράπεζος, ομο τράπεζος] …   Dictionary of Greek

  • κοσσοτράπεζος — κοσσοτράπεζος, ὁ (Α) κωμική ονομασία ανθρώπου που ζούσε ως παράσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσσος + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος, υπνο τράπεζος] …   Dictionary of Greek

  • μικροτράπεζος — μικροτράπεζος, ον (Α) αυτός που παραθέτει λιτή, ευτελή τράπεζα, που τρώει λιτά, φτωχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] …   Dictionary of Greek

  • μονοτράπεζος — μονοτράπεζος, ον (Α) αυτός που παρέχεται σε ξεχωριστό από τα άλλα τραπέζι («ξένια μονοτράπεζά μοι παρέσχον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] …   Dictionary of Greek

  • συκοτράπεζος — ον, Α αυτός που τρέφεται αποκλειστικά με σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτράπεζος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα γεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ὁμο τράπεζος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”