ὁμο-σύ-ζυξ

ὁμο-σύ-ζυξ

ὁμο-σύ-ζυξ, υγος, zusammengespannt, vereinigt, Philoxen. bei Ath. IV, 147 g. E.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • ετερόζυξ — ἑτερόζυξ, ὁ, ἡ (ΑΜ) μσν. αυτός που είναι ζευγμένος μαζί με άλλον, ο ετερόζυγος αρχ. αυτός που είναι ζευγμένος μόνος στον ζυγό, χωρίς τον σύντροφό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ά ζυξ, ομό ζυξ] …   Dictionary of Greek

  • μελανόζυξ — μελανόζυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ ἄταν» οδήγησε μέσα στη λίμνη τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. πλοίο με μαύρους κωπηλάτες, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζυξ (< ζεύγνυμι …   Dictionary of Greek

  • πρωτόζυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ ο πρωτόζευκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ὁμό ζυξ] …   Dictionary of Greek

  • σύζυξ — υγος, ό, ἡ, Α 1. (κυρίως για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο ζυγό («πάντα πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», Πλάτ.) 2. ενωμένος 3. πληθ. oἱ, aἱ σύζυγες άνδρας και γυναίκα ενωμένοι με τα δεσμά τού γάμου, το ανδρόγυνο, οι σύζυγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”