- περι-αμπ-έχω
περι-αμπ-έχω if, ἔχω), ringsherum anlegen, τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος, Plat. Phaed. 98 d; med. sich umhüllen, τοιαῠτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα περιαμπέχονται Σατύρου – δοράν, Conv. 221 e; übertr. τὴν μέϑην, Ael. V. H. 14, 41; Plut. u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.