- ὁμηρεία
ὁμηρεία, ἡ, das Unterpfandgeben, die Bürgschaft; ἐς ὁμηρείαν ὑπολιπόντες τὸν προςοφειλόμενον μισϑόν, Thuc. 8, 45; ὁμηρειῶν ἐκδόσεις, Plat. Polit. 310 e; Sp., wie Pol. 18, 22, 5, öfter; D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμηρεία, ἡ, das Unterpfandgeben, die Bürgschaft; ἐς ὁμηρείαν ὑπολιπόντες τὸν προςοφειλόμενον μισϑόν, Thuc. 8, 45; ὁμηρειῶν ἐκδόσεις, Plat. Polit. 310 e; Sp., wie Pol. 18, 22, 5, öfter; D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμηρεία — ὁμηρείᾱ , ὁμηρεία giving of hostages fem nom/voc/acc dual ὁμηρείᾱ , ὁμηρεία giving of hostages fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρείᾳ — ὁμηρείᾱͅ , ὁμηρεία giving of hostages fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομηρεία — και ομηρία, η (Α ὁμηρεία και ιων. τ. ὁμηρείη και ὁμηρέα) [ομηρεύω (Ι)] η κατάσταση τού ομήρου, το να είναι κανείς όμηρος αρχ. 1. παροχή ομήρων ως εγγύηση 2. εγγύηση, ασφάλεια … Dictionary of Greek
Ὁμήρεια — Ὁμήρειον shrine of Homer neut nom/voc/acc pl Ὁμήρειος Homeric neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρείας — ὁμηρείᾱς , ὁμηρεία giving of hostages fem acc pl ὁμηρείᾱς , ὁμηρεία giving of hostages fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρείαν — ὁμηρείᾱν , ὁμηρεία giving of hostages fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρειῶν — ὁμηρεία giving of hostages fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρείαις — ὁμηρεία giving of hostages fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρείαισι — ὁμηρεία giving of hostages fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρείην — ὁμηρεία giving of hostages fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρείης — ὁμηρεία giving of hostages fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)