- ὁμο-πάτωρ
ὁμο-πάτωρ, ορος, = ὁμοπάτριος; ἀδελφός, Plat. Legg. XI, 924 e; Isae. 7, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-πάτωρ, ορος, = ὁμοπάτριος; ἀδελφός, Plat. Legg. XI, 924 e; Isae. 7, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπάτωρ — ὀπάτωρ, ορος, ὁ (Α) ομοπάτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθροιστικό πρόθημα ὀ (Ι) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. ομο πάτωρ] … Dictionary of Greek
ταυτοπάτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει τον ίδιο πατέρα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. ὁμο πάτωρ] … Dictionary of Greek
χρυσοπάτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ (ως προσωνυμία τού Διονύσου) χρυσόπατρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ*), πρβλ. ὁμο πάτωρ] … Dictionary of Greek
pǝtē (r) gen. pǝtr-es, -os — pǝtē (r) gen. pǝtr es, os English meaning: father Deutsche Übersetzung: “Vater, Haupt der Großfamilie” Material: O.Ind. pitár ; Av. pitar besides nom. pta, ta etc.; Arm. hair (*pǝtēr), gen. haur (*pǝtros); Gk. πατήρ, πατρός, in… … Proto-Indo-European etymological dictionary
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek