- ὁμο-πληθής
ὁμο-πληθής, ές, von gleicher Menge, Euclid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-πληθής, ές, von gleicher Menge, Euclid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινοπληθής — κοινοπληθής, ές (Μ) (για ημέρα) η ημέρα τής γενικής συνέλευσης, τής συνάθροισης τού λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. λευκο πληθής, ομο πληθής] … Dictionary of Greek