- ὁμο-παίκτωρ
ὁμο-παίκτωρ, ορος, ὁ, Mitspieler, Spielgesell, Schol. Theocr. 6, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-παίκτωρ, ορος, ὁ, Mitspieler, Spielgesell, Schol. Theocr. 6, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πονοπαίκτωρ — ορος, Α αυτός που παίζει με τον κίνδυνο, ριψοκίνδυνος, τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + παίκτης + επίθημα τωρ (πρβλ. ομο παίκτωρ)] … Dictionary of Greek