- ὁμαλία
ὁμαλία, ἡ, das Ebensein (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμαλία, ἡ, das Ebensein (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομαλία — ὁμαλία, ἡ (Μ) [ομαλός] η ιδιότητα τού ομαλού, ομαλότητα … Dictionary of Greek
μαλιά — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… … Dictionary of Greek
ԿԱԿՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1036 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c գ. μαλακότης, ἀπαλότης mollities, temeritudo τρυφή deliciae եւն. Կակուղ եւ փափուկն գոլ. փափկութիւն. մեղմութիւն. մեղկութիւն. թուլութիւն. ... *Կակղութիւն անկողնոց,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)