- ὁμαλίστρα
ὁμαλίστρα, ἡ, = Vorigem, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμαλίστρα, ἡ, = Vorigem, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek