- ὁδ-ηγητής
ὁδ-ηγητής, ὁ, Wegweiser, Führer, u. übh. der wozu anleitet, Lehrmeister, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁδ-ηγητής, ὁ, Wegweiser, Führer, u. übh. der wozu anleitet, Lehrmeister, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηγητής — ἡγητής, ὁ (Α) [ηγούμαι] καθοδηγητής, οδηγός … Dictionary of Greek
ἡγητής — ἡγητήρ a guide masc nom sg ἡγητής a guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητ' — ἡγητά̱ , ἡγητήρ a guide masc nom/voc/acc dual ἡγητά , ἡγητήρ a guide masc voc sg ἡγητά , ἡγητήρ a guide masc nom sg (epic) ἡγηταί , ἡγητήρ a guide masc nom/voc pl ἡγητά̱ , ἡγητής a guide masc nom/voc/acc dual ἡγητά , ἡγητής a guide masc voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγητικός — ἡγητικός, δωρ. τ. ἁγητικός, ή, όν (Α) [ηγητής] ηγετικός, αυταρχικός, καθοδηγητικός … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
ἡγητέα — ἡγητέον one must lead neut nom/voc/acc pl ἡγητέον one must lead neut nom/voc/acc pl ἡγητέᾱ , ἡγητέον one must lead fem nom/voc/acc dual ἡγητέᾱ , ἡγητέον one must lead fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἡγητήρ a guide masc acc sg (epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητήν — ἡγητήρ a guide masc acc sg (attic epic ionic) ἡγητής a guide masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητῶν — ἡγητήρ a guide masc gen pl ἡγητής a guide masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)