- ὁδ-ηγησία
ὁδ-ηγησία, ἡ, = ὁδηγία, Hesych. (?)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁδ-ηγησία, ἡ, = ὁδηγία, Hesych. (?)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἡγησία — Ἡγησίᾱ , Ἡγησίας masc nom/voc/acc dual Ἡγησίᾱ , Ἡγησίας masc voc sg (attic) Ἡγησίᾱ , Ἡγησίας masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγησίᾳ — Ἡγησίᾱͅ , Ἡγησίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγησίας — Ἡγησίᾱς , Ἡγησίας masc acc pl Ἡγησίᾱς , Ἡγησίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγησίαν — Ἡγησίᾱν , Ἡγησίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρηναϊκοί — Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Η… … Dictionary of Greek
κύπριος — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κύπρο. 1. Άγγελος. Με την έναρξη της Επανάστασης κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Αργότερα κατέβηκε στην Ελλάδα και υπηρέτησε στο σώμα του οπλαρχηγού Ρόδιου. Πολέμησε … Dictionary of Greek
λαοηγησία — λαοηγησία, ἡ (Α) το να εξουσιάζει κάποιος τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + ηγησία (< ήγητος < ἡγοῡμαι)] … Dictionary of Greek
πεισιθάνατος — η, ο / πεισιθάνατος, ον, ΝΜΑ αυτός που πείθει κάποιον να επιθυμήσει τον θάνατο, που προτρέπει στον θάνατο αρχ. επίθετο τού Ηγησία («παραιβάτης οὗ Ηγησίας ὁ Πεισιθάνατος», Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ.… … Dictionary of Greek