- περι-ζώννυμι
περι-ζώννυμι (s. ζώννυμι), auch περιζωννύω, umgürten, und med. sich umgürten; komisch ὁ δῆμος γυμνὸς ὢν τοῦτον τὸν ἂνδρα περιεζώσατο, Ar. Pax 670; περιζωσάμενος, Pol. 30, 13, 10; von einem Koch, περιεζωσμένος, Plut. Symp. 4, 4, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.