- ὁδοι-πορία
ὁδοι-πορία, ἡ, die Wanderung, Reise; ὁδοιπορίην ποιεῖσϑαι, Her. 2, 29; plur., 8, 118; Xen. Cyr. 1, 2, 10 Oec. 20, 18; oft bei Sp., wie Hdn., Antiphil. 5 (VI, 199).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁδοι-πορία, ἡ, die Wanderung, Reise; ὁδοιπορίην ποιεῖσϑαι, Her. 2, 29; plur., 8, 118; Xen. Cyr. 1, 2, 10 Oec. 20, 18; oft bei Sp., wie Hdn., Antiphil. 5 (VI, 199).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοπορία — ἰσοπορία, ἡ (Μ) ισοδυναμία, ισοτιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πορία (< πορος < πόρος), πρβλ. ευ πορία, οδοι πορία] … Dictionary of Greek