ὁδοι-πόρος

ὁδοι-πόρος

ὁδοι-πόρος, einen Weg machend, reisend, der Reisende; Il. 24, 375, ὅς μοι τοιόνδ' ἧκεν ὁδοιπόρον, ist es = Reisegefährte od. Wegweiser; ὁδοιπόρῳ διψῶντι πηγαῖον ῥέος, Aesch. Ag. 901; Soph. O. R. 292; Ar. Ach. 205; Sp., auch in Prosa, wie Plut. Ant. 62 Luc. Iov. conf. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • Ιλιοπόρος — Ἰλιοπόρος, ὁ (Α) αυτός που ταξιδεύει στο Ίλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴλιον + πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πόρος, οδοι πόρος] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοπόρος — ο (Α θαλασσοπόρος) αυτός που πλέει διά μέσου τής θάλασσας, ο ποντοπόρος νεοελλ. αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πορος (< πόρος), πρβλ. οδοι πόρος, πρωτο πόρος] …   Dictionary of Greek

  • κελευθοπόρος — κελευθοπόρος, ὁ (Α) επιγρ. οδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + πόρος (< πόρος «οδός, πέρασμα, θάλασσα»), πρβλ. αλι πόρος, οδοι πόρος] …   Dictionary of Greek

  • κραπνοπόρος — κραπνοπόρος, ον (Μ) αυτός που πορεύεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + πόρος (< πόρος), πρβλ. ακρο πόρος, οδοι πόρος] …   Dictionary of Greek

  • λαοπόρος — λαοπόρος, ον (Α) (για γέφυρα) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο λαός («λαοπόροις τε μηχαναῑς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. θαλασσο πόρος, οδοι πόρος] …   Dictionary of Greek

  • λινοπόρος — λινοπόρος, ον (Α) (για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πόρος (< πόρος), πρβλ. ακρο πόρος, οδοι πόρος] …   Dictionary of Greek

  • νηδυπόρος — νηδυπόρος, ον (Μ) αυτός που βαδίζει με την κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηδύς «κοιλιά» + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. νυκτι πόρος, οδοι πόρος] …   Dictionary of Greek

  • ποντοπόρος — ο / ποντοπόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ποντοπόρα Ν, και ποντοπόρεια Α 1. αυτός που διαπλέει τη θάλασσα («ποντοπόρος νηῡς», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ταξιδεύει στο ανοιχτό πέλαγος, θαλασσοπόρος νεοελλ. φρ. «ποντοπόρο πλοίο» πλοίο που κάνει… …   Dictionary of Greek

  • αεροπόρος — Ο χειριστής αεροπλάνου. Επίσης, εκείνος που ανήκει στο σώμα της αεροπορίας. νόσος των α. Ασθένεια των χειριστών των αεροπλάνων. Οφείλεται σε υπερκόπωση εξαιτίας συνεχών και δύσκολων πτήσεων. Εκδηλώνεται με αδυναμία, έντονη υπνηλία, τρέμουλο των… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοπόρος — κυκλοπόρος, ον (Α) αυτός που κινείται κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. αερο πόρος, οδοι πόρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”