ὁδ-ούρης

ὁδ-ούρης

ὁδ-ούρης, , = Folgdm, zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οὐρῆς — ὀρεύς mule masc nom pl (ionic) ὀρεύς mule masc nom/voc pl (ionic) οὐρά tail fem gen sg (epic ionic) οὐρέω make water pres ind act 2nd sg (doric) οὐρεύς mule masc nom pl (epic ionic) οὐρεύς mule masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρης — οὐρέω make water imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καψούρης — ο 1. καψερός* 2. σφοδρά ερωτευμένος που δεν βρίσκει ανάλογη ανταπόκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. ούρης (πρβλ. ανακατωσ ούρης, μουρμ ούρης)] …   Dictionary of Greek

  • κινούρης — κινούρης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (για ίππο) αυτός που κουνάει την ουρά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινῶ + ούρης (< ουρά), πρβλ. τα νεοελλ. κοντσον ούρης, κοψον ούρης] …   Dictionary of Greek

  • κοψονούρης — ο, θηλ. κοψονούρα (Μ κοψόουρος) αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης, κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + ευφωνικό ν + ούρης (< ουρά) ή + νούρης < νουρά που προέκυψε από την αιτ. εν. την ουρά > νουρά (πρβλ. κουτσό ν ούρης)] …   Dictionary of Greek

  • σκιαζάρης — και σκιαζούρης, α, ικο, Ν φοβιτσιάρης, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάζω «φοβίζω» + κατάλ. άρης / ούρης (πρβλ. καψ ούρης, πεισματάρης)] …   Dictionary of Greek

  • ψεματούρης — ο, διαλ. τ. θηλ. ψεματούρω, Ν (μεγεθ.) ψευταράς, αρχιψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέμα, ατος + κατάλ. ούρης (πρβλ. καψ ούρης)] …   Dictionary of Greek

  • ICHNEUMON — Heracleopolitis olim cultus, Clem Alex. Protrept. p. 19. et Aelian. de Anim. l. 10. c. 47. ubi et Latonae ac Lucinae eos sacros fuisse, scribit. Arsinoitis contra neglectus, ut quibus crocodili summo in honore erant, quorum ova non solum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κουτσονούρης — και κουτσουνούρης και κουτσονόρης, α, ικο, θηλ. κουτσονούρα και κουτσονόρα, κουτσονόρισσα 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός, 2. φρ. «κουτσονόρα αλεπού» επιτήδειος και πονηρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + ούρης (< ουρά), οπότε το ν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”