- ὁδο-ποιΐα
ὁδο-ποιΐα, ἡ, = ὁδοποίησις; Xen. Cyr. 6, 2, 36; Plut. C. Graech. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁδο-ποιΐα, ἡ, = ὁδοποίησις; Xen. Cyr. 6, 2, 36; Plut. C. Graech. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυγατροποιία — θυγατροποιΐα, ἡ (Α) υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιία < ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο ποιία, τεκνο ποιία] … Dictionary of Greek